- ἐπιλίγδην
- ἐπιλίγδην, Adv.A grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] … Dictionary of Greek
ἐπιλίγδην — grazing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)